- ξυλοκόπος
- (xylocopa). Υμενόπτερο έντομο της οικογένειας των απιδών. Πρόκειται για διάφορες μέλισσες που ακολουθούν μοναχικό τρόπο ζωής. Μοιάζουν με μεγάλες σφήκες και έχουν φτερά σταχτιά με θαλασσιές ανταύγειες, κεφάλι παχύ και φαρδύ και σώμα σκεπασμένο με πυκνές στην κοιλιά τρίχες και αραιότερες στα πλάγια και στη ράχη. Οι πυκνές εξάλλου τρίχες που έχουν τα θηλυκά στα πισινά τους πόδια, βοηθούν στη μεταφορά της γύρης από το ένα άνθος στο άλλο.
Το γνωστότερο είδος είναι ο ξ. ο ιώδης, χρώματος μελανού γυαλιστερού. Η θηλυκιά τοποθετεί τα αβγά της σε ξύλα, όπου δημιουργεί περί τα 12 κελιά, στα οποία τοποθετεί από ένα αβγό, μαζί με διάφορα θρεπτικά υλικά για τη διατροφή του νέου εντόμου. Οι κάμπιες βγαίνουν περίπου μετά από 21 ημέρες, σχηματίζουν βομβύκιο και συμπληρώνουν μέσα σε αυτό τις μεταμορφώσεις τους. Βγαίνουν στον ελεύθερο αέρα μόνο όταν γίνουν τέλεια έντομα.
* * *-ο (Α ξυλοκόπος, -ον)(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που κόβει ξύλα, ιδίως από το δάσος («ἐνταῡθα δ' ἐφεστῶτες ξυλοκόποι κατακόπτουσι», Στράβ.)νεοελλ.το αρσ. ως ουσ. ζωολ. η σφήκα ξυλοκόπηαρχ.(για τα πτηνά κελεός* και κνιπολόγος*) αυτός που χτυπά το ξύλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -κόπος (< κόπτω), πρβλ. λιθο-κόπος].
Dictionary of Greek. 2013.