ξυλοκόπος

ξυλοκόπος
(xylocopa). Υμενόπτερο έντομο της οικογένειας των απιδών. Πρόκειται για διάφορες μέλισσες που ακολουθούν μοναχικό τρόπο ζωής. Μοιάζουν με μεγάλες σφήκες και έχουν φτερά σταχτιά με θαλασσιές ανταύγειες, κεφάλι παχύ και φαρδύ και σώμα σκεπασμένο με πυκνές στην κοιλιά τρίχες και αραιότερες στα πλάγια και στη ράχη. Οι πυκνές εξάλλου τρίχες που έχουν τα θηλυκά στα πισινά τους πόδια, βοηθούν στη μεταφορά της γύρης από το ένα άνθος στο άλλο. Το γνωστότερο είδος είναι ο ξ. ο ιώδης, χρώματος μελανού γυαλιστερού. Η θηλυκιά τοποθετεί τα αβγά της σε ξύλα, όπου δημιουργεί περί τα 12 κελιά, στα οποία τοποθετεί από ένα αβγό, μαζί με διάφορα θρεπτικά υλικά για τη διατροφή του νέου εντόμου. Οι κάμπιες βγαίνουν περίπου μετά από 21 ημέρες, σχηματίζουν βομβύκιο και συμπληρώνουν μέσα σε αυτό τις μεταμορφώσεις τους. Βγαίνουν στον ελεύθερο αέρα μόνο όταν γίνουν τέλεια έντομα.
* * *
-ο (Α ξυλοκόπος, -ον)
(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που κόβει ξύλα, ιδίως από το δάσος («ἐνταῡθα δ' ἐφεστῶτες ξυλοκόποι κατακόπτουσι», Στράβ.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ζωολ. η σφήκα ξυλοκόπη
αρχ.
(για τα πτηνά κελεός* και κνιπολόγος*) αυτός που χτυπά το ξύλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -κόπος (< κόπτω), πρβλ. λιθο-κόπος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξυλοκόπος — hewing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλοκόπον — ξυλοκόπος hewing masc/fem acc sg ξυλοκόπος hewing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλοκόποι — ξυλοκόπος hewing masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλοκόπου — ξυλοκόπος hewing masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλοκόπους — ξυλοκόπος hewing masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Kostis Gimossoulis — Infobox Writer name = Kostis Gimossoulis Κωστής Γκιμοσούλης imagesize = caption = birthdate = 1960 birthplace= nationality= Greek deathdate = deathplace= spouse = children = occupation =poet, novelist genre = period =1983 ndash; influences =… …   Wikipedia

  • Kostis Gimosoulis — Nombre completo Kostis Gimosoulis Κωστής Γκιμοσούλης Nacimiento 1960 Atenas, Grecia Ocupación Poeta, Novelista Período …   Wikipedia Español

  • древосечец — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (ξυλοκόπος) дровосек (Втор. 29, 11. Иис. 9, 21); древотес… …   Словарь церковнославянского языка

  • -κόπος — β συνθετικό ονομάτων τής Νέας Ελληνικής με επαναληπτική ή επιτατ. σημ., πρβλ. μεθο κόπος, λαμνο κόπος κ.λπ. Το β συνθετικό τών αντίστοιχων σύνθ. ονομάτων τής Αρχαίας Ελληνικής σε κόπος (< κόπος < κόπτω) διατηρούσε την αρχική σημ. τής λ.… …   Dictionary of Greek

  • δρυηκόπος — δρυηκόπος, ον (Α) ξυλοκόπος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”